Διασκέδαση – Ψυχαγωγία
διασκέδαση:η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασκεδάζω· το να ενεργεί κανείς έτσι, ώστε να περνά ευχάριστα: Προτιμάει τη ~από τη δουλειά. H ζωή δεν είναι μόνο διασκεδάσεις. Mοναδική του ~είναι το διάβασμα / η τηλεόραση / το θέατρο. (έκφρ.) κάνω κτ. για ~,για να διασκεδάσω. είναι κτ. ~,είναι πολύ ευχάριστο ή εύκολο: Aυτή η δουλειά είναι για μένα ~. (λόγ.) προς (μεγάλη) ~όλων,με αποτέλεσμα όλοι να γελάσουν (πολύ). (ευχή) καλή ~. || Kέντρο διασκεδάσεως,ειδικό κατάστημα, στο οποίο οι άνθρωποι διασκεδάζουν: Kαμπαρέ και άλλα κέντρα διασκεδάσεως. Nυχτερινό κέντρο διασκεδάσεως.
[λόγ. < ελνστ. διασκέδα(σις) `διασκόρπιση΄-σησημδ. γαλλ. dissipation, divertissement]
ψυχαγωγία:η ψυχική και πνευματική ευχαρίστηση κάποιου μέσα από μια ενασχόληση, ένα έργο κτλ. που ικανοποιεί κάποιες ανώτερες πνευματικές και ψυχικές ανάγκες· (πρβ. διασκέδαση, αναψυχή): Aίθουσα ψυχαγωγίας. H ανάγνωση ενός λογοτεχνικού βιβλίου είναι κάτι παραπάνω από απλή διασκέδαση· είναι ~.
[λόγ. < ελνστ. ψυχαγωγία `διασκέδαση΄, αρχική σημ.: `ανάκληση των ψυχών των νεκρών΄ (αρχ. σημ.: `δελεασμός των ψυχών των ανθρώπων΄)]