Τα παρακάτω κείμενα (γραμμένα στην τάξη) χρησιμοποιήθηκαν ως παραδείγματα αξιολόγησης ασκήσεων ανάπτυξης παραγράφου στο σχετικό θέμα των Πανελληνίων Εξετάσεων του 2014.
Η ανθρώπινη λαιμαργία, η δίψα της ευζωίας δεν αφήνει τόπο για ευγενικά αισθήματα. Κάτι περισσότερο: τα ευγενικά αισθήματα θεωρούνται ξεπερασμένα.
1. Σε μια υλιστική εποχή όπου κυριαρχεί η καταναλωτική μανία και η επιθυμία του ανθρώπου για την απόκτηση πλούτου, αισθήματα όπως η ευγένια, εκλείπουν . Έτσι ο άνθρωπος επηρεασμένος από τα πρότυπα της σημερινής κοινωνίας, γίνεται ατομικιστής και αναπτύσσει επιφανειακές σχέσεις με σκοπό το προσωπικό ώφελος και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Επιπρόσθετα, όταν στόχος της ζωής του γίνεται η απόκτηση υλικών αγαθών, παύει να ενδιαφέρεται για τον συνάνθρωπό του, τον οποίο εκμεταλλεύεται. Τέλος, αισθήματα όπως η καλοσύνη, η ευγένεια και η ανθρωπιά εξαφανίζονται και τη θέση τους παίρνει η αλαζονία και ο ανταγωνισμός. (λ. 93)
2. Η ανθρώπινη λαιμαργία, η δίψα της ευζωίας δεν αφήνει τόπο για ευγενικά αισθήματα, την ίδια στιγμή που αυτά θεωρούνται ξεπερασμένα. Αναλυτικότερα, η ακόρεστη επιθυμία του ανθρώπου για υλική ευδαιμονία τον καθιστά δέσμιο του χρήματος και της εξουσίας. Ταυτόχρονα, η προσκόλληση του ατόμου σε αμαυρωτικές για τον άνθρωπο αξίες οδηγεί στη στασιμότητα του ηθικοπνευματικού του κόσμου. Συνεπώς, αισθήματα όπως η αγάπη, η αλληλεγγύη και ο σεβασμός θεωρούνται γνωρίσματα ενός ξεπερασμένου κόσμου. (λ. 70)
3. Η υπέρμετρη ανάγκη του ανθρώπου για ευζωία παραγκωνίζει τα ευγενικά συναισθήματα. Αυτό συμβαίνει διότι όταν ο άνθρωπος περνά από το “ζειν” στο “ευ ζειν” και χάνει την αίσθηση του μέτρου, τότε η επιθυμία του για πλουτισμό γίνεται ολοένα μεγαλύτερη. Το χρήμα και τα υλικά αγαθά γίνονται γι’ αυτόν πρώτη αξία, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να μετατρέπεται από αξία σε μέσο.. Και τούτο οδηγεί αναπόφευκτα στον ανταγωνισμό, στον ατομικισμό που βέβεια καλλιεργεί το μίσος στις σχέσεις των ανθρώπων. Έτσι παύει να έχει σημασία η αγάπη, η φιλία η αλληλοβοήθεια των ανθρώπων. Αυτά τα ευγενικά συναισθήματα θεωρούνται ξεπερασμένα. (λ. 101)